εὐημέρου

εὐημέρου
εὐήμερος
of a fine
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευημερισμός — ο [Ευήμερος] η φιλοσοφική θεωρία τού Ευημέρου (3ος π. Χ. αιώνας) κατά την οποία οι θεοί αρχικά ήταν άνθρωποι και θεοποιήθηκαν αργότερα …   Dictionary of Greek

  • παλαίφατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος από την Άβυδο, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπήρξε φίλος του Αριστοτέλη. Δεν σώζονται παρά αποσπάσματα από τα έργα του Κυπριακά, Δηλιακά, Αττικά, Αραβικά και Τρωικά. 2. Περιπατητικός… …   Dictionary of Greek

  • ευημερισμός — ο η διδασκαλία του αρχαίου φιλόσοφου Ευήμερου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”